ακροβάτημα

ακροβάτημα
το [ακροβάτης]
η ακροβασία*.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ακροβατώ — (Α ἀκροβατῶ, έω) νεοελλ. 1. εκτελώ ακροβατικά γυμνάσματα, κάνω ακροβασίες 2. ασκώ το επάγγελμα τού ακροβάτη 3. επιχειρώ επικίνδυνες ή επιδέξιες πράξεις αρχ. 1. (για τις στρουθοκαμήλους και μτφ. για αλαζόνες) περπατώ στις άκρες τών ποδιών,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”